- λαιμόδετος
- -η, -οδεμένος από τον λαιμό2. ναυτ. αυτός που είναι δεμένος στον λαιμό τής άγκυρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek